- ἐπικουρήσοντι
- ἐπί-ἐπικουρέωto be anfut part act masc/neut dat sgἐπί-ἐπικουρέωto be anfut ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικουρήσοντ' — ἐπικουρήσοντα , ἐπί ἐπικουρέω to be an fut part act neut nom/voc/acc pl ἐπικουρήσοντα , ἐπί ἐπικουρέω to be an fut part act masc acc sg ἐπικουρήσοντι , ἐπί ἐπικουρέω to be an fut part act masc/neut dat sg ἐπικουρήσοντι , ἐπί ἐπικουρέω to be an… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)